Νέα ελληνικά (el)
↓ πτώσεις ενικός
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | γαλαζοαίματος | η | γαλαζοαίματη | το | γαλαζοαίματο |
γενική | του | γαλαζοαίματου | της | γαλαζοαίματης | του | γαλαζοαίματου |
αιτιατική | τον | γαλαζοαίματο | τη | γαλαζοαίματη | το | γαλαζοαίματο |
κλητική | γαλαζοαίματε | γαλαζοαίματη | γαλαζοαίματο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | γαλαζοαίματοι | οι | γαλαζοαίματες | τα | γαλαζοαίματα |
γενική | των | γαλαζοαίματων | των | γαλαζοαίματων | των | γαλαζοαίματων |
αιτιατική | τους | γαλαζοαίματους | τις | γαλαζοαίματες | τα | γαλαζοαίματα |
κλητική | γαλαζοαίματοι | γαλαζοαίματες | γαλαζοαίματα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
γαλαζοαίματος < γαλαζο- + -αίματος, μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική sang-bleu ή την αγγλική blue blood < ισπανική sangre azul [1][2] γαλάζιο αίμα λόγω της όψης των φλεβών στο λευκό δέρμα των Ισπανών ευγενών του Μεσαίωνα, σε αντίθεση με των αράβων εισβολέων τους[3]
Προφορά
ΔΦΑ : /ɣa.la.zoˈe.ma.tos/
τυπογραφικός συλλαβισμός : γα‐λα‐ζο‐αί‐μα‐τος
Επίθετο
γαλαζοαίματος, -η, -ο
που ανήκει σε βασιλική ή αριστοκρατική οικογένεια (και ειρωνικό)
⮡ Αν και γαλαζοαίματος, παντρεύτηκε μια κοινή θνητή.
Συγγενικά
→ δείτε τις λέξεις γαλάζιος και αίμα
Μεταφράσεις
γαλαζοαίματος
αγγλικά : blue-blooded (en)
γαλλικά : de sang bleu (fr)
δανικά : blåt blod (da)
ισλανδικά : blátt blóð (is)
ισπανικά : sangre azul (es)
πολωνικά : błękitna krew (pl)
σουηδικά : blått blod (sv)
τσεχικά : modrá krev (cs)
Αναφορές
γαλαζοαίματος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
γαλαζοαίματος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
Hellenica World - Scientific Library
Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License