ART

Γεγονότα, Hμερολόγιο



Νέα ελληνικά (el)

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο γαλαντόμος η γαλαντόμα το γαλαντόμο
      γενική του γαλαντόμου της γαλαντόμας του γαλαντόμου
    αιτιατική τον γαλαντόμο τη γαλαντόμα το γαλαντόμο
     κλητική γαλαντόμε γαλαντόμα γαλαντόμο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι γαλαντόμοι οι γαλαντόμες τα γαλαντόμα
      γενική των γαλαντόμων των γαλαντόμων των γαλαντόμων
    αιτιατική τους γαλαντόμους τις γαλαντόμες τα γαλαντόμα
     κλητική γαλαντόμοι γαλαντόμες γαλαντόμα
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

γαλαντόμος < (άμεσο δάνειο) βενετική galantomo < ιταλική galantuomo < galante (έντιμος) + uomo (άνθρωπος)

Επίθετο

γαλαντόμος, -α, -ο

που φέρεται γενναιόδωρα, χωρίς να κάνει τσιγγουνιές

※ Τις παρηγορήτρες τις αποκαλούσαν «ξαγκουσεύτρες» και όσες ήταν γενναιόδωρες «χαρίστρες», «γαλαντόμες» και «κιμπάρισσες». (Το λεξιλόγιο των Μικρασιατών για τις γυναίκες της Σμύρνης, constantinoupoli.com, 3/8/2017 )

Συνώνυμα

ανοιχτοχέρης
γενναιόδωρος

Μεταφράσεις
γαλαντόμος

αγγλικά : generous (en), unstinting (en)
γαλλικά : généreux (fr), galant (br)
γερμανικά : freigebig (de), spendabel (de)
δανικά : gavmild (da)
εβραϊκά : נדיב (he)
εσπεράντο : oferema (eo), malavara (eo)
ισπανικά : abundante (es), copioso (es), amplio (es), rico (es), generoso (es)
ιταλικά : magnanimo (it), generoso (it)
κινεζικά : 慷慨的 (zh)
κορεατικά : 관대한 (ko)
νορβηγικά : gavmild (no)
ολλανδικά : vrijgevig (nl), offervaardig (nl), opofferingsgezind (nl), genereus (nl), gul (nl), kwistig (nl), rijkelijk (nl), royaal (nl), scheutig (nl)
πορτογαλικά : desapegado (pt), generoso (pt), liberal (pt)
ρωσικά : щедрый (ru) (śédryi)
σουηδικά : givmild (sv)
τουρκικά : alicenap (tr)

Κόσμος

Αλφαβητικός κατάλογος

Hellenica World - Scientific Library

Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License