Νέα ελληνικά (el)
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | γαιότοιχος | οι | γαιότοιχοι |
γενική | του | γαιότοιχου | των | γαιότοιχων |
αιτιατική | τον | γαιότοιχο | τους | γαιότοιχους |
κλητική | γαιότοιχε | γαιότοιχοι | ||
Κατηγορία όπως «αντίλαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
γαιότοιχος < γαιό- + τοίχος
Ουσιαστικό
γαιότοιχος αρσενικό
τοίχος (συνήθως μαντρότοιχος) φτιαγμένος από λάσπη
Μεταφράσεις
γαιότοιχος
Hellenica World - Scientific Library
Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License