έβδομος
Ελληνικά
πτώση | ενικός | ||
---|---|---|---|
ονομαστική | έβδομος | έβδομη | έβδομο |
γενική | έβδομου | έβδομης | έβδομου |
αιτιατική | έβδομο | έβδομη | έβδομο |
κλητική | έβδομε | έβδομη | έβδομο |
πτώση | πληθυντικός | ||
ονομαστική | έβδομοι | έβδομες | έβδομα |
γενική | έβδομων | έβδομων | έβδομων |
αιτιατική | έβδομους | έβδομες | έβδομα |
κλητική | έβδομοι | έβδομες | έβδομα |
Αριθμητικό
έβδομος, -η, -ο
(τακτικό) που ακολουθεί τον έκτο, που αντιστοιχεί στη θέση υπ' αριθμόν εφτά (7)
ο ένας από τους εφτά ίσους όρους ενός συνόλου
Μεταφράσεις
έβδομος
αγγλικά : seventh (en)
παλαιά γαλλικά : setme
γαλλικά : septième (fr)
γερμανικά : siebte (de)
εσπεράντο : sepa (eo)
ιαπωνικά : 7番目 (ja) (nanaban-me) (ななばんめ)
ισπανικά : séptimo (es), sétimo (es)
ιταλικά : settimo (it)
κινεζικά : 第七 (zh) (dìqī)
κορεατικά : 일곱째 (ko) (ilgopjjae)
πολωνικά : siódmy (pl)
Hellenica World - Scientific Library
Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License