ευχέρεια
Ελληνικά
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ευχέρεια | οι | ευχέρειες |
γενική | της | ευχέρειας | των | ευχερειών |
αιτιατική | την | ευχέρεια | τις | ευχέρειες |
κλητική | ευχέρεια | ευχέρειες | ||
Παράρτημα |
Ετυμολογία
ευχέρεια < ελληνιστική κοινή εὐχέρεια < εὐχερής
Ουσιαστικό
ευχέρεια θηλυκό
η ικανότητα σε έναν τομέα, η ευκολία / άνεση που έχει κάποιος σε έναν τομέα ή στην εκτέλεση ενός έργου
αυτό το παιδί έχει ευχέρεια λόγου
οικονομική ευχέρεια
Αντώνυμα
δυσχέρεια
Μεταφράσεις
ευχέρεια
γαλλικά : adresse (fr)
Hellenica World - Scientific Library
Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License