ευχάριστος
Ελληνικά
πτώση | ενικός | ||
---|---|---|---|
ονομαστική | ευχάριστος | ευχάριστη | ευχάριστο |
γενική | ευχάριστου | ευχάριστης | ευχάριστου |
αιτιατική | ευχάριστο | ευχάριστη | ευχάριστο |
κλητική | ευχάριστε | ευχάριστη | ευχάριστο |
πτώση | πληθυντικός | ||
ονομαστική | ευχάριστοι | ευχάριστες | ευχάριστα |
γενική | ευχάριστων | ευχάριστων | ευχάριστων |
αιτιατική | ευχάριστους | ευχάριστες | ευχάριστα |
κλητική | ευχάριστοι | ευχάριστες | ευχάριστα |
Ετυμολογία
ευχάριστος < αρχαία ελληνική εὐχάριστος (ευγνώμων)
Προφορά
ΔΦΑ : /ɛf.ˈxa.ɾi.stɔs/
Επίθετο
ευχάριστος, -η, -ο
που προκαλεί θετικά συναισθήματα, που προσφέρει ευχαρίστηση, καλός, όμορφος
περάσαμε ένα ευχάριστο απόγευμα
(για ανθρώπους) που δημιουργεί θετικά συναισθήματα στους ανθρώπους με τους οποίους έρχεται σε επαφή με την ευγένειά του ή το χιούμορ του κλπ
Μεταφράσεις
ευχάριστος
αγγλικά : pleasant (en), pleasing (en)
γαλλικά : agréable (fr)
παλαιά γαλλικά : delitable, delitos
εσπεράντο : agrabla (eo)
ρουμανικά : agreabil (ro), plăcut (ro)
Hellenica World - Scientific Library
Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License