ετυμολογία
Ελληνικά
Ετυμολογία
ετυμολογία < (λόγιο) ελληνιστική κοινή ἐτυμολογία < ἔτυμος (αληθινός) + λέγω, (σημασιολογικό δάνειο) γαλλική étymologie < λατινικά etymologia < ελληνιστική κοινή ἐτυμολογία[1]
Προφορά
ΔΦΑ : /ε.ti.mɔ.lɔ.ˈʝi.a/
Ουσιαστικό
ετυμολογία θηλυκό
η αναζήτηση του ετύμου των λέξεων δηλαδή της προέλευσης (πρώτης ρίζας) και της αρχικής τους σημασίας, το αποτέλεσμα και η δημοσιοποίηση της διερεύνησης της καταγωγής, της προέλευσης, της πορείας και της εξέλιξης μιας λέξης μέσα στο χρόνο. Ξεκινά από την σημερινή κατάσταση της λέξης και ανατρέχει μέχρι όπου είναι δυνατό να προχωρήσει στο παρελθόν, βασιζόμενη στους φωνητικούς και στους σημασιολογικούς κανόνες.
Συνώνυμα
ετυμολόγηση
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ετυμολογία | οι | ετυμολογίες |
γενική | της | ετυμολογίας | των | ετυμολογιών |
αιτιατική | την | ετυμολογία | τις | ετυμολογίες |
κλητική | ετυμολογία | ετυμολογίες | ||
Παράρτημα |
Συγγενικές λέξεις
ετυμολόγημα
ετυμολόγηση
ετυμολογικά
ετυμολογικός
ετυμολόγος
ετυμολογώ
παρετυμολογία
παρετυμολογικά / παρετυμολογικώς
παρετυμολογικός
παρετυμολογώ
→ δείτε τις λέξεις έτυμο και λέγω
Δείτε επίσης
Μεταφράσεις
ετυμολογία
αγγλικά : etymology (en)
αραβικά : اشتقاق (ar) (ištiqá:q)
βιετναμικά : từ nguyên từ nguyên học (vi)
βοσνιακά : etimologija (sr)
βουλγαρικά : етимология (bg) (ετιμολόγκιγια)
γαλλικά : étymologie (fr)
γερμανικά : Etymologie (de)
εβραϊκά : אטימולוגיה (he) (etimologia)
εσπεράντο : etimologio (eo)
εσθονικά : etümoloogia (et)
ιαπωνικά : 語源 (ja) (ごげん (ja), gogen), 語源学 (ja) (ごげんがく (ja), gogengaku)
ιντερλίνγκουε : etymologia (ie)
ισλανδικά : orðsifjafræði (is), orðsifjar (is) θηλυκό, μόνο στον πληθυντικό
ισπανικά : etimología (es)
ιταλικά : etimologia (it)
καταλανικά : etimologia (ca)
κινεζικά : 语源 (zh) (yǔyuán), 语源学 (zh) (yǔyuánxué)
κορεατικά : 어원 (ko) (語源 (ko), eoweon), (어원학 (ko), eoweonhak)
κροατικά : etimologija (hr)
λατινικά : etymologia (la)
νορβηγικά : etymologi (no)
ολλανδικά : etymologie (nl)
ουγγρικά : etimológia (hu), szófejtés (hu)
ουκρανικά : етимологія (uk) (etimológija)
πολωνικά : etymologia (pl), źródłosłów (pl)
πορτογαλικά : etimologia (pt)
ρουμανικά : etimologie (ro)
ρωσικά : этимология (ru) (ètimológija)
σερβικά : етимологија (sr) / etimologija (sr)
σλοβακικά : etymológia (sk)
σλοβενικά : etimologija (sl)
σουηδικά : etymologi (sv) κοινό
ταϊλανδικά : นิรุกติศาสตร์ (th) (nírúktì-sātt')
τσεχικά : etymologie (cs)
φινλανδικά : etymologia (fi)
Αναφορές
ετυμολογία στο Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
Hellenica World - Scientific Library
Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License