εθελοτυφλώ
Ελληνικά
Ετυμολογία
εθελοτυφλώ < εθελότυφλος
Ρήμα
εθελοτυφλώ
αρνούμαι να δω και να αναγνωρίσω κάτι που είναι προφανέστατα αρνητικό, βλαβερό
Συγγενικές λέξεις
εθελοτυφλία
Μεταφράσεις
εθελοτυφλώ
Hellenica World - Scientific Library
Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License