ART

Γεγονότα, Hμερολόγιο


εθελόδουλος

Ελληνικά

πτώση ενικός
ονομαστική εθελόδουλος εθελόδουλη εθελόδουλο
γενική εθελόδουλου εθελόδουλης εθελόδουλου
αιτιατική εθελόδουλο εθελόδουλη εθελόδουλο
κλητική εθελόδουλε εθελόδουλη εθελόδουλο
πτώση πληθυντικός
ονομαστική εθελόδουλοι εθελόδουλες εθελόδουλα
γενική εθελόδουλων εθελόδουλων εθελόδουλων
αιτιατική εθελόδουλους εθελόδουλες εθελόδουλα
κλητική εθελόδουλοι εθελόδουλες εθελόδουλα

Ετυμολογία

εθελόδουλος < αρχαία ελληνική ἐθελόδουλος < ἐθέλω + δοῦλος

Προφορά

ΔΦΑ : /ε.θε.ˈlɔ.ðu.lɔs/

Επίθετο

εθελόδουλος, -η, -ο

που εκούσια ανέχεται τη δουλεία και την υποταγή

Η αλήθεια είναι πως το γεγονός ότι οι Γερμανοί ηγέτες συζητούν με εθελόδουλους πολιτικούς ηγέτες, οι οποίοι πρόθυμα υπακούουν ασυζητητί σε οποιαδήποτε απαίτηση του Βερολίνου, δεν τους βοηθά να αντιληφθούν την έκταση της οργής και του μίσους που προκαλεί η πολιτική που επιβάλλουν στην ΕΕ. (*)

Συνώνυμα

δουλικός
δουλόφρων

Συγγενικές λέξεις

εθελοδουλεύω
εθελοδουλία
→ δείτε τις λέξεις θέλω και δούλος

Μεταφράσεις
εθελόδουλος

αρχαία ελληνικά : ἐθελόδουλος
αγγλικά : serving (en) voluntarily (en)
γαλλικά : volontaire (fr)

Κόσμος

Αλφαβητικός κατάλογος

Hellenica World - Scientific Library

Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License