εστιατόριο
Ελληνικά
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | εστιατόριο | τα | εστιατόρια |
γενική | του | εστιατορίου | των | εστιατορίων |
αιτιατική | το | εστιατόριο | τα | εστιατόρια |
κλητική | εστιατόριο | εστιατόρια | ||
Παράρτημα |
Ετυμολογία
εστιατόριο < αρχαία ελληνική ἑστιατόριον < ἑστιάτωρ < ἑστιάω < ἑστία
Ουσιαστικό
εστιατόριο ουδέτερο
κατάστημα (ή μέρος που ανήκει σε μεγαλύτερο χώρο: πλοίο, τρένο κ.λπ.) όπου παρασκευάζονται και σερβίρονται φαγητά, ποτά κ.λπ.
(στρατιωτικός όρος) τραπεζαρία
Συνώνυμα
ταβέρνα
καπηλειό
κουτούκι
φαγάδικο
Συγγενικές λέξεις
→ δείτε τη λέξη εστιάτορας
Σύνθετα
ζυθεστιατόριο
καφεστιατόριο
Δείτε επίσης
καντίνα
καφενείο
τραπεζαρία
εστιατόριο στη Βικιπαίδεια Άρθρο στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
εστιατόριο
[ απόκρυψη ]
αγγλικά : restaurant (en)
γαλλικά : restaurant (fr)
γερμανικά : Restaurant (de)
ισπανικά : restaurante (es), restorán (es)
πολωνικά : restauracja (pl)
ρωσικά : ресторан (ru) (restorán), столовая (ru) (stolóvaja)
σερβοκροατικά : ресторан (sh) (restorán)
Hellenica World - Scientific Library
Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License