εστίαση
Ελληνικά
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | εστίαση | οι | εστιάσεις |
γενική | της | εστίασης & εστιάσεως |
των | εστιάσεων |
αιτιατική | την | εστίαση | τις | εστιάσεις |
κλητική | εστίαση | εστιάσεις | ||
Παράρτημα |
Ετυμολογία
εστίαση < εστιάζω + -ση
Ουσιαστικό 1
εστίαση θηλυκό
η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού εστιάζω
(λογοτεχνία) η σχέση των γνώσεων του αφηγητή για τα πρόσωπα μιας αφήγησης με τις γνώσεις των ίδων των προσώπων της αφήγησης
Πολυλεκτικοί όροι
μηδενική εστίαση: ο αφηγητής γνωρίζει περισσότερα από ό,τι τα πρόσωπα (παντογνώστης αφηγητής)
εσωτερική εστίαση: ο αφηγητής γνωρίζει όσα και τα πρόσωπα (ή ένα από τα πρόσωπα)
εξωτερική εστίαση: ο αφηγητής γνωρίζει λιγότερα από τα πρόσωπα (ή ένα από τα πρόσωπα)
Μεταφράσεις
εστίαση
αγγλικά : focus (en), focussing (en)
Ετυμολογία
εστίαση < αρχαία ελληνική ἑστίασις
Ουσιαστικό 2
εστίαση θηλυκό
η παράθεση γεύματος
ο κλάδος της οικονομίας που περιλαμβάνει τα εστιατόρια
Μεταφράσεις
εστίαση
γαλλικά : restauration (fr)
Hellenica World - Scientific Library
Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License