.
Ετυμολογία
επικαρπία < ελληνιστική κοινή ἐπικαρπία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | επικαρπία | επικαρπίες |
γενική | επικαρπίας | επικαρπιών |
αιτιατική | επικαρπία | επικαρπίες |
κλητική | επικαρπία | επικαρπίες |
Ουσιαστικό
επικαρπία θηλυκό
(νομικός όρος) το δικαίωμα να χρησιμοποιεί κανείς και να καρπώνεται ιδιοκτησία που ανήκει κατά ψιλή κυριότητα σε άλλον
Μεταφράσεις
Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την Creative Commons Attribution/Share-Alike License· μπορεί να ισχύουν και πρόσθετοι όροι. Δείτε τους Όρους Χρήσης για λεπτομέρειες.