.
Ετυμολογία
επιδοτήριο < επιδίδω
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | επιδοτήριο | επιδοτήρια |
γενική | επιδοτηρίου | επιδοτηρίων |
αιτιατική | επιδοτήριο | επιδοτήρια |
κλητική | επιδοτήριο | επιδοτήρια |
Ουσιαστικό
επιδοτήριο ουδέτερο (καθαρεύουσα) επιδοτήριον
(νομικός όρος): το αποδεικτικό της επίδοσης, ιδιαίτερα δικαστικού εγγράφου.
Μεταφράσεις
Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την Creative Commons Attribution/Share-Alike License· μπορεί να ισχύουν και πρόσθετοι όροι. Δείτε τους Όρους Χρήσης για λεπτομέρειες.