.


Ετυμολογία

επάγγελμα < αρχαία ελληνική (ἐπάγγελμα) < ἐπαγγέλλομαι

Nuvola apps edu languages.png Προφορά

ΔΦΑ : /ɛ.ˈpaŋ.ɟɛl.ma/

Ουσιαστικό

επάγγελμα ουδέτερο

η μόνιμη εργασία για βιοπορισμό

Το επάγγελμά του είναι λογιστής

Σημειώσεις

Στην αρχαία ελληνική , η λέξη σήμαινε "υπόσχεση". Η σημερινή σημασία προέρχεται από την μεταγενέστερη ελληνική.


Συνώνυμα

δουλειά
εργασία

Συγγενικές λέξεις

επαγγελία
επαγγέλλομαι
επαγγελματίας
επαγγελματικά
επαγγελματικός
επαγγελματικότητα
επαγγελματισμός
Δείτε επίσης

επάγγελμα

Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την Creative Commons Attribution/Share-Alike License· μπορεί να ισχύουν και πρόσθετοι όροι. Δείτε τους Όρους Χρήσης για λεπτομέρειες.

Κόσμος

Αλφαβητικός κατάλογος

Hellenica World - Scientific Library