.


Ετυμολογία

επάκτιος < αρχαία ελληνική ἐπάκτιος < ἐπί + ἀκτή

πτώση ενικός
ονομαστική επάκτιος επάκτια επάκτιο
γενική επάκτιου επάκτιας επάκτιου
αιτιατική επάκτιο επάκτια επάκτιο
κλητική επάκτιε επάκτια επάκτιο
πτώση πληθυντικός
ονομαστική επάκτιοι επάκτιες επάκτια
γενική επάκτιων επάκτιων επάκτιων
αιτιατική επάκτιους επάκτιες επάκτια
κλητική επάκτιοι επάκτιες επάκτια

Επίθετο

επάκτιος, -α, ο

(λόγιο) που βρίσκεται ή εντοπίζεται στην ακτή ή κοντά σε αυτήν

Tο 1978 γλίτωσε με ελάχιστες φθορές από τον μεγάλο σεισμό, άρχισε να χάνει έναν–έναν τους πλανόδιους υπαίθριους φωτογράφους του, πριν καταλήξει το 1985 να γίνει αυτό που είναι σήμερα: Μουσείο Βυζαντινής Τέχνης αλλά και επάκτιο κόσμημα για την πιο τρυφερή ματιά των κατοίκων της πόλης. (*)

Φράση

(ναυτικός όρος) επάκτιο γνώρισμα: φυσική ή τεχνητή προεξοχή ή σημείο σε μια ακτή, χρήσιμα για να προσανατολίζονται οι ναυτικοί

Στις παρεχόμενες πληροφορίες ενός ναυτικού χάρτη συμπεριλαμβάνονται: σύμβολα και συντμήσεις, στοιχεία ακτογραμμής, φυσικά χαρακτηριστικά ξηράς, (όπως π.χ. ισοϋψείς καμπύλες, κορυφές βουνών, επάκτια γνωρίσματα κ.λπ.), τοπογραφικά χαρακτηριστικά κ.λπ. (*)

Συγγενικές λέξεις

παραθαλάσσιος
παράκτιος
παράλιος

Μεταφράσεις

Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την Creative Commons Attribution/Share-Alike License· μπορεί να ισχύουν και πρόσθετοι όροι. Δείτε τους Όρους Χρήσης για λεπτομέρειες.

Κόσμος

Αλφαβητικός κατάλογος

Hellenica World - Scientific Library