.
Ετυμολογία
επαιτεία < επαιτώ
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | επαιτεία | επαιτείες |
γενική | επαιτείας | επαιτειών |
αιτιατική | επαιτεία | επαιτείες |
κλητική | επαιτεία | επαιτείες |
Ουσιαστικό
επαιτεία θηλυκό
(λόγιο) η ζητιανιά
Συγγενικές λέξεις
επαίτης
επαιτώ
Μεταφράσεις
Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την Creative Commons Attribution/Share-Alike License· μπορεί να ισχύουν και πρόσθετοι όροι. Δείτε τους Όρους Χρήσης για λεπτομέρειες.