.


Ετυμολογία

επαγωγή
Ουσιαστικό

επαγωγή θηλυκό

λήψη του αποτελέσματος μιας ενέργειας μέσω συμμετοχής σε αυτήν

επαγωγή στην υπνωτική διαδικασία
πολιτισμική επαγωγή

(νομικός όρος) λήψη του αποτελέσματος μιας δικαστική ενέργειας μέσω συμμετοχής σε αυτήν

επαγωγή κληρονομιάς

(μαθηματικά) συμπέρασμα από ειδικότερες περιπτώσεις για γενικότερη

μαθηματική επαγωγή, τέλεια επαγωγή

(φυσική) πρόκληση ηλεκτρικού ή μαγνητικού φαινομένου από ηλεκτρικό ή μαγνητικό φαινόμενο, υπάρχουν τρία είδη τέτοιας επαγωγής: η ηλεκτρική επαγωγή, η μαγνητική επαγωγή και η ηλεκτρομαγνητική επαγωγή
(βιολογία) έκφραση γονιδίου με απουσία καταστολέα ή παρουσία επαγωγέα(πηγή)
(βιολογία)(συνεκδοχικά) πρόκληση βιολογικού φαινομένου εξ αιτίας κάποιας επαγωγής

επαγωγή καρκίνου

(κοινωνιολογία) ανταλλαγή στοιχείων

πολιτιστική επαγωγή, νομική επαγωγή

Πολυλεκτικοί όροι

επαγωγή όρκου
επαγωγή κληρονομιάς
επαγωγή κηδεμονίας
επαγωγή επιτροπείας
μαθηματική επαγωγή
τέλεια επαγωγή
ηλεκτρική επαγωγή
μαγνητική επαγωγή
ηλεκτρομαγνητική επαγωγή
αμοιβαία επαγωγή
πολιτιστική επαγωγή
νομική επαγωγή

Δείτε επίσης

επαγωγικός συλλογισμός
αυτεπαγωγή

Αντώνυμα

παραγωγή

Ομώνυμα

επαγωγοί

Μεταφράσεις

Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την Creative Commons Attribution/Share-Alike License· μπορεί να ισχύουν και πρόσθετοι όροι. Δείτε τους Όρους Χρήσης για λεπτομέρειες.

Κόσμος

Αλφαβητικός κατάλογος

Hellenica World - Scientific Library