.
Ετυμολογία
ενεχυρόγραφο < ενέχυρο + έγγραφο
Ουσιαστικό
ενεχυρόγραφο ουδέτερο
(νομικός όρος), (οικονομία): έγγραφος τίτλος με τον οποίο και αποδεικνύεται η αποθήκευση εμπορευμάτων στις γενικές αποθήκες του κράτους.
Μεταφράσεις
Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την Creative Commons Attribution/Share-Alike License· μπορεί να ισχύουν και πρόσθετοι όροι. Δείτε τους Όρους Χρήσης για λεπτομέρειες.