.
Ετυμολογία
εναγόμενος < μετοχή του ρήματος ενάγομαι, της παθητικής φωνής του ρήματος ενάγω
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | εναγόμενος | εναγόμενοι |
γενική | εναγομένου | εναγομένων |
αιτιατική | εναγόμενο | εναγομένους |
κλητική | εναγόμενε | εναγόμενοι |
Μετοχή
εναγόμενος
(νομικός όρος): το άτομο εναντίον του οποίου κατατίθεται αγωγή -συνήθως για αστικά ζητήματα, οικονομικές διαφορές. Θηλυκό της μετοχής ενεστώτα, η εναγομένη.
Ο εναγόμενος τελικά αποδείχτηκε ότι δεν όφειλε χρήματα στον ενάγοντα και ότι άδικα είχε ταλαιπωρηθεί τόσους μήνες με αγωγές και μηνύσεις.
Συγγενικές λέξεις
ενάγων εκείνος που καταθέτει την αγωγή
ενάγουσα εκείνη που καταθέτει την αγωγή
Μεταφράσεις
Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την Creative Commons Attribution/Share-Alike License· μπορεί να ισχύουν και πρόσθετοι όροι. Δείτε τους Όρους Χρήσης για λεπτομέρειες.