.
Ετυμολογία
έκτιση < αρχαία ελληνική ἔκτισις < ἐκτίνω
Ουσιαστικό
έκτιση θηλυκό
η εξόφληση, η εκπλήρωση
(νομικός όρος) η εκπλήρωση μιας ποινής που έχει επιβληθεί από ένα δικαστήριο σε έναν κατάδικο
Συγγενικές λέξεις
εκτίνω και εκτίω
Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την Creative Commons Attribution/Share-Alike License· μπορεί να ισχύουν και πρόσθετοι όροι. Δείτε τους Όρους Χρήσης για λεπτομέρειες.