εγωιστής
Ελληνικά
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | εγωιστής | οι | εγωιστές |
γενική | του | εγωιστή | των | εγωιστών |
αιτιατική | τον | εγωιστή | τους | εγωιστές |
κλητική | εγωιστή | εγωιστές | ||
Παράρτημα |
Ετυμολογία
εγωιστής < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική égoïste < αρχαία ελληνική ἐγώ
Ουσιαστικό
εγωιστής αρσενικό, εγωίστρια θηλυκό
που χαρακτηρίζεται από εγωισμό
Συγγενικές λέξεις
εγωίσταρος, εγωισταράς - εγωισταρού
εγωισμός
εγωιστικός
Συνώνυμα
ατομικιστής
εγωκεντρικός
εγωλάτρης
εγωπαθής
εγωμανής
εγωτικός
συμφεροντολόγος
τομαριστής
φίλαυτος
Αντώνυμα
αλτρουιστής
φιλάλληλος
Μεταφράσεις
εγωιστής
αγγλικά : selfish (en)
γαλλικά : égoïste (fr)
ιταλικά : egoista (it)
πολωνικά : egoista (pl)
Hellenica World - Scientific Library
Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License