ART

Γεγονότα, Hμερολόγιο


εγώ

Ελληνικά

Ετυμολογία

εγώ < αρχαία ελληνική ἐγώ

Προφορά

ΔΦΑ : /ɛ.ˈɣɔ/
ήχος: (βοήθεια·αρχείο)

Αντωνυμία

εγώ

κτητική αντωνυμία. Εκφράζει το πρόσωπο το οποίο μιλά

εγώ σου είπα τι πιστεύω. Εσύ κάνε όπως νομίζεις

Κλίση

Προσωπικές αντωνυμίες
Α' πρόσωπο Β' πρόσωπο Γ' πρόσωπο
ενικός
Πτώση αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική εγώ εσύ αυτός & τος αυτή & τη αυτό & το
γενική εμένα & μου εσένα & σου αυτού & του αυτής & της αυτού & του
αιτιατική εμένα & με εσένα & σε αυτόν & τον αυτή(ν) & τη(ν) αυτό & το
κλητική - εσύ - - -
πληθυντικός
ονομαστική εμείς εσείς αυτοί & τοι αυτές & τες αυτά & τα
γενική εμάς & μας εσάς & σας αυτών & τους αυτών & τους αυτών & τους
αιτιατική εμάς & μας εσάς & σας αυτούς & τους αυτές & τες/τις αυτά & τα
κλητική - εσείς - - -

Ουσιαστικό

εγώ ουδέτερο άκλιτο

ο εαυτός μου, το είναι μου, η συνείδησή μου

το εγώ του ανθρώπου έχει μελετηθεί από τη φιλοσοφία και την ψυχολογία

ο εγωισμός

έχει ένα εγώ πολύ ανεπτυγμένο

(ψυχολογία) το Εγώ

το Εγώ λύνει τις συγκρούσεις με το Αυτό και το Υπερεγώ με τη βοήθεια ασυνείδητων αμυντικών ψυχικών μηχανισμών

Εκφράσεις

το άλλο εγώ

Συνώνυμα

η αφεντιά μου
ο απατός μου
ο εαυτός μου
ο ίδιος
ο υποφαινόμενος
το άτομό μου
του λόγου μου

Αντώνυμα

άλλος

Συγγενικές λέξεις

εγωισμός
εγωισταίνω
εγωίσταρος, εγωισταράς - εγωισταρού
εγωιστής - εγωίστρια
εγωιστικός
εγωκεντρικός
εγωκεντρισμός

εγωλάτρης - εγωλάτρισσα
εγωλατρία
εγωμανής
εγωπάθεια
εγωπαθής
εγωτισμός
εγωτιστής

Σύνθετα

εγωκεντρικός / εγωκεντρισμός
εγωλάτρης / εγωλατρία
εγωμανής / εγωμανία

εγωπαθής / εγωπάθεια
υπερεγώ

Μεταφράσεις
προσωπική αντωνυμία

αγγλικά : I (en)
αλβανικά : unë (sq)
αμχαρικά : እኔ (am) (’iné)
αραβικά : أنَا (ar) (’ána)
αρμενικά : ես (hy) (yes)
βιετναμικά : tôi (vi)
βοσνιακά : ja (bs)
βουλγαρικά : аз (bg) (az)
γαλλικά : je (fr)
γερμανικά : ich (de)
γεωργιανά : მე (ka) (me)
δανικά : jeg (da)
εβραϊκά : אני (he) (aní)
εσθονικά : mina (et), ma (et)
εσπεράντο : mi (eo)
ιαπωνικά : 私 (ja), わたし (ja) (watashí), わたくし (ja) (watakushí) (ευγενείας), われ (ja) (ware) (αρχαϊκό)
ιντερλίνγκουα : io (ia)
ινδονησιακά : saya (id) ευγενείας), aku (id) (στην καθομιλουμένη), daku (id) (αρχαϊκό)
ίντο : me (io)
ιρλανδικά γαελικά : mé (ga), mise (ga)
ισλανδικά : ég (is)
ισπανικά : yo (es)
ιταλικά : io (it)
καταλανικά : jo (ca)
κινεζικά : 我 (zh) (wǒ) (λόγια κινεζική)
κορεατικά : 나 (ko) (na), 저 (ko) (jeo) (ευγενείας)
κουρδικά : ez (ku), min (ku)
κροατικά : ja (hr)
λατινικά : ego (la)
λετονικά : es (lv)
λιθουανικά : aš (lt)
νορβηγικά : jeg (no) (διάλεκτος bokmål), eg (no) (διάλεκτος nynorsk)
ολλανδικά : ik (nl)
οξιτανικά : jo (oc)
ουγγρικά : én (hu)
ούρντου : میں (ur) (maĩ)
ουκρανικά : я (uk) (ja)
πολωνικά : ja (pl)
πορτογαλικά : eu (pt)
ρουμανικά : eu (ro)
ρωσικά : я (ru) (ja)
σερβικά : ја (sr)
σλοβακικά : ja (sk)
σλοβενικά : jaz (sl)
σουηδικά : jag (sv)
ταϊλανδικά : ผม (th) (pom), ดิฉัน (th) (di-chan), ฉัน (th) (chan) (στην καθομιλουμένη)
τσεχικά : já (cs)
φινλανδικά : minä (fi), mä (fi) (στην καθομιλουμένη)
οξιτανικά : ieu (oc), jo (oc)

ουσιαστικό

αγγλικά : ego (en)
αραβικά : الأنا (ar) (al-’ána)
βοσνιακά : ego (bs)
γαλλικά : ego (fr), moi (fr)
γερμανικά : Ich (de), Ego (de)
εβραϊκά : אגו (he) (ego)
ιαπωνικά : 自我 (ja) (じが, jiga)
ισπανικά : ego (es)
κινεζικά : 自我 (zh) (zì wǒ)
κορεατικά : 자아 (ko) (jaa)
ρωσικά : эго (ru) (égo)
σερβικά : его (sr) / ego (sr)
σουηδικά : ego (sv)
τελούγκου : అహం (te) (ahaM)

Κόσμος

Αλφαβητικός κατάλογος

Hellenica World - Scientific Library

Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License