εγγενής
Ελληνικά
πτώση | ενικός | ||
---|---|---|---|
ονομαστική | εγγενής | εγγενής | εγγενές |
γενική | εγγενούς | εγγενούς | εγγενούς |
αιτιατική | εγγενή | εγγενή | εγγενές |
κλητική | εγγενή(ής) | εγγενής | εγγενές |
πτώση | πληθυντικός | ||
ονομαστική | εγγενείς | εγγενείς | εγγενή |
γενική | εγγενών | εγγενών | εγγενών |
αιτιατική | εγγενείς | εγγενείς | εγγενή |
κλητική | εγγενείς | εγγενείς | εγγενή |
Ετυμολογία
εγγενής < αρχαία ελληνική ἐγγενής < ἐν + γένος
Επίθετο
εγγενής
χαρακτηρισμός μιας ιδιότητας ή κατάστασης που υπάρχει από τη γέννηση ή εξαιτίας της ίδιας της φύσης του αντικειμένου υπό συζήτηση
το εγχείρημα παρουσιάζει εγγενείς αδυναμίες
που απαιτεί τη συμμετοχή δύο φύλων
εγγενής πολλαπλασιασμός
Μεταφράσεις
εγγενής
αγγλικά : innate (en), intrinsic (en)
γαλλικά : inné (fr) (1)
Hellenica World - Scientific Library
Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License