έγγαμος
Ελληνικά
πτώση | ενικός | ||
---|---|---|---|
ονομαστική | έγγαμος | έγγαμη | έγγαμο |
γενική | έγγαμου | έγγαμης | έγγαμου |
αιτιατική | έγγαμο | έγγαμη | έγγαμο |
κλητική | έγγαμε | έγγαμη | έγγαμο |
πτώση | πληθυντικός | ||
ονομαστική | έγγαμοι | έγγαμες | έγγαμα |
γενική | έγγαμων | έγγαμων | έγγαμων |
αιτιατική | έγγαμους | έγγαμες | έγγαμα |
κλητική | έγγαμοι | έγγαμες | έγγαμα |
Ετυμολογία
έγγαμος < ελληνιστική κοινή ἔγγαμος < ἐν + γάμος
Προφορά
ΔΦΑ : /ˈɛŋ.ɣa.mɔs/
Επίθετο
έγγαμος, -η, -ο
(για πρόσωπα) παντρεμένος, νυμφευμένος
που αναφέρεται στη συζυγική ζωή και σχέση
έγγαμος βίος
Συνώνυμα
αποκατεστημένος
συζευγμένος
συνεζευγμένος
στεφανωμένος (θρησκευτικά)
ύπανδρος
Αντώνυμα
άγαμος
ανύπανδρος
αστεφάνωτος
ελεύθερος
Δείτε επίσης
αρραβωνιασμένος
λογοδοσμένος
διαζευγμένος
χήρος
ζωντοχήρος
Μεταφράσεις
έγγαμος
γαλλικά : marié (fr) (1), marital (fr) (2)
ρουμανικά : căsătorit (ro)
Hellenica World - Scientific Library
Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License