ART

Γεγονότα, Hμερολόγιο


εφικτός

Ελληνικά

Ετυμολογία

εφικτός < αρχαία ελληνική ἐφικτός < ἐφικνοῦμαι (φτάνω ένα στόχο) < ἐπί + ἱκνοῦμαι

Επίθετο

εφικτός -ή -ό

που μπορεί να επιτευχθεί, κατορθωτός

Συνώνυμα

πραγματοποιήσιμος

Μεταφράσεις
εφικτός

αγγλικά : επιτεύξιμος: attainable (en), feasible (en), καμώσιμος: doable (en)
γαλλικά : faisable (fr), réalisable (fr)
πολωνικά : osiągalny (pl)

Κόσμος

Αλφαβητικός κατάλογος

Hellenica World - Scientific Library

Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License