εφάπαξ
Ελληνικά
Επίρρημα
εφάπαξ
μια μόνο φορά
σε μία δόση
Ουσιαστικό
εφάπαξ ουδέτερο άκλιτο
(συνεκδοχικά) χρηματικό ποσό που παίρνει κάποιος από το ασφαλιστικό του ταμείο όταν βγαίνει στη σύνταξη
Μεταφράσεις
εφάπαξ
γαλλικά : une fois (fr) pour toutes (fr)
ισπανικά : 1. en una sola vez (es), 2. en un solo pago (es), 1. (ουσιαστικό) finiquito (es)
Hellenica World - Scientific Library
Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License