εδραιώνω
Ελληνικά
Ετυμολογία
εδραιώνω < ελληνιστική κοινή ἑδραιόω / ἑδραιῶ < αρχαία ελληνική ἕδρα
Ρήμα
εδραιώνω (παθητική φωνή: εδραιώνομαι)
δίνω σε κάτι σταθερές βάσεις, κάνω κάτι σταθερό, σίγουρο, το στερεώνω, το σταθεροποιώ
Συγγενικές λέξεις
εδραίωμα
εδραίωση
εδραιωμένος
→ δείτε τη λέξη έδρα
Κλίση
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | εδραιώνω | εδραίωνα | θα εδραιώνω | να εδραιώνω | εδραιώνοντας | |
β' ενικ. | εδραιώνεις | εδραίωνες | θα εδραιώνεις | να εδραιώνεις | εδραίωνε | |
γ' ενικ. | εδραιώνει | εδραίωνε | θα εδραιώνει | να εδραιώνει | ||
α' πληθ. | εδραιώνουμε | εδραιώναμε | θα εδραιώνουμε | να εδραιώνουμε | ||
β' πληθ. | εδραιώνετε | εδραιώνατε | θα εδραιώνετε | να εδραιώνετε | εδραιώνετε | |
γ' πληθ. | εδραιώνουν(ε) | εδραίωναν εδραιώναν(ε) |
θα εδραιώνουν(ε) | να εδραιώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | εδραίωσα | θα εδραιώσω | να εδραιώσω | εδραιώσει | ||
β' ενικ. | εδραίωσες | θα εδραιώσεις | να εδραιώσεις | εδραίωσε | ||
γ' ενικ. | εδραίωσε | θα εδραιώσει | να εδραιώσει | |||
α' πληθ. | εδραιώσαμε | θα εδραιώσουμε | να εδραιώσουμε | |||
β' πληθ. | εδραιώσατε | θα εδραιώσετε | να εδραιώσετε | εδραιώστε | ||
γ' πληθ. | εδραίωσαν εδραιώσαν(ε) |
θα εδραιώσουν(ε) | να εδραιώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω εδραιώσει | είχα εδραιώσει | θα έχω εδραιώσει | να έχω εδραιώσει | ||
β' ενικ. | έχεις εδραιώσει | είχες εδραιώσει | θα έχεις εδραιώσει | να έχεις εδραιώσει | ||
γ' ενικ. | έχει εδραιώσει | είχε εδραιώσει | θα έχει εδραιώσει | να έχει εδραιώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε εδραιώσει | είχαμε εδραιώσει | θα έχουμε εδραιώσει | να έχουμε εδραιώσει | ||
β' πληθ. | έχετε εδραιώσει | είχατε εδραιώσει | θα έχετε εδραιώσει | να έχετε εδραιώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν εδραιώσει | είχαν εδραιώσει | θα έχουν εδραιώσει | να έχουν εδραιώσει |
|
Μεταφράσεις
εδραιώνω
αγγλικά : consolidate (en)
Hellenica World - Scientific Library
Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License