εδώλιο
Ελληνικά
πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | εδώλιο | τα | εδώλια |
γενική | του | εδωλίου | των | εδωλίων |
αιτιατική | το | εδώλιο | τα | εδώλια |
κλητική | εδώλιο | εδώλια | ||
Παράρτημα |
Ετυμολογία
εδώλιο < αρχαία ελληνική ἑδώλιον
Ουσιαστικό
εδώλιο ουδέτερο
το κάθισμα
(ειδικότερα) το κάθισμα του κατηγορουμένου σε μια δίκη
Μεταφράσεις
εδώλιο
Hellenica World - Scientific Library
Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License