εδώδιμος
Ελληνικά
πτώση | ενικός | ||
---|---|---|---|
ονομαστική | εδώδιμος | εδώδιμη | εδώδιμο |
γενική | εδώδιμου | εδώδιμης | εδώδιμου |
αιτιατική | εδώδιμο | εδώδιμη | εδώδιμο |
κλητική | εδώδιμε | εδώδιμη | εδώδιμο |
πτώση | πληθυντικός | ||
ονομαστική | εδώδιμοι | εδώδιμες | εδώδιμα |
γενική | εδώδιμων | εδώδιμων | εδώδιμων |
αιτιατική | εδώδιμους | εδώδιμες | εδώδιμα |
κλητική | εδώδιμοι | εδώδιμες | εδώδιμα |
Ετυμολογία
εδώδιμος < αρχαία ελληνική ἐδώδιμος < ἐδωδή < ἔδω
Προφορά
ΔΦΑ : /ɛˈðɔ.ði.mɔs/
συλλαβισμός : ε‐δώ‐δι‐μος
Επίθετο
εδώδιμος, -η, -ο
που τρώγεται
Συνώνυμα
βρώσιμος
φαγώσιμος
Συγγενικές λέξεις
έδεσμα
εδωδιμοπωλείο
Μεταφράσεις
εδώδιμος
αγγλικά : edible (en)
γαλλικά : comestible (fr), mangeable (fr)
γερμανικά : essbar (de)
ισπανικά : comestible (es)
ιταλικά : mangiabile (it), commestibile (it)
πολωνικά : jadalny (pl)
ρωσικά : съедобный (ru)
τσεχικά : jedlý (cs), poživatelný (cs)
Hellenica World - Scientific Library
Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License