έδεσμα
Ελληνικά
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | έδεσμα | τα | εδέσματα |
γενική | του | εδέσματος | των | εδεσμάτων |
αιτιατική | το | έδεσμα | τα | εδέσματα |
κλητική | έδεσμα | εδέσματα | ||
Παράρτημα |
Ετυμολογία
έδεσμα < αρχαία ελληνική ἔδεσμα < ἔδω
Ουσιαστικό
έδεσμα ουδέτερο
φαγητό (συνήθως χρησιμοποιείται με την έννοια του απολαυστικού/πάρα πολύ νόστιμου φαγητού)
π.χ Αυτό είναι το απόλυτο έδεσμα
Συγγενικές λέξεις
εδώδιμος
Μεταφράσεις
έδεσμα
γαλλικά : mets (fr)
Hellenica World - Scientific Library
Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License