εχέγγυος
Ελληνικά
πτώση | ενικός | ||
---|---|---|---|
ονομαστική | εχέγγυος | εχέγγυα | εχέγγυο |
γενική | εχέγγυου | εχέγγυας | εχέγγυου |
αιτιατική | εχέγγυο | εχέγγυα | εχέγγυο |
κλητική | εχέγγυε | εχέγγυα | εχέγγυο |
πτώση | πληθυντικός | ||
ονομαστική | εχέγγυοι | εχέγγυες | εχέγγυα |
γενική | εχέγγυων | εχέγγυων | εχέγγυων |
αιτιατική | εχέγγυους | εχέγγυες | εχέγγυα |
κλητική | εχέγγυοι | εχέγγυες | εχέγγυα |
Ετυμολογία
εχέγγυος < αρχαία ελληνική ἐχέγγυος < ἔχω + ἔγγυος < ἐγγύη
Επίθετο
εχέγγυος, -α, -ο
που έχει ή που μπορεί να παρέχει εγγύηση
Συνώνυμα
φερέγγυος
ασφαλής
σίγουρος
Μεταφράσεις
εχέγγυος
Hellenica World - Scientific Library
Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License