εχεμύθεια
Ελληνικά
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | εχεμύθεια | οι | εχεμύθειες |
γενική | της | εχεμύθειας | των | εχεμυθειών |
αιτιατική | την | εχεμύθεια | τις | εχεμύθειες |
κλητική | εχεμύθεια | εχεμύθειες | ||
Παράρτημα |
Ετυμολογία
εχεμύθεια < ελληνιστική κοινή ἐχεμυθία + -εια (το -εια τίθεται λανθασμένα) < ἔχω + μῦθος
Ουσιαστικό
εχεμύθεια θηλυκό
το να είναι κανείς εχέμυθος, δηλαδή να διαφυλάττει τα μυστικά που του εμπιστεύονται
Αντώνυμα
ακριτομυθία
Συγγενικές λέξεις
εχέμυθος
→ δείτε τις λέξεις ἔχω, έχω, μῦθος και μύθος
Μεταφράσεις
εχεμύθεια
αγγλικά : confidence (en), discretion (en), secrecy (en), silence (en)
Hellenica World - Scientific Library
Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License