εχέφρων
Ελληνικά
Ετυμολογία
εχέφρων < αρχαία ελληνική ἐχέφρων < ἔχω + φρήν, γενική φρενός(=μυαλό, νους)
Επίθετο
εχέφρων -ων -ον
που έχει μυαλό, νου
Συνώνυμα
γνωστικός
λογικός
μυαλωμένος
συνετός
Μεταφράσεις
εχέφρων
Hellenica World - Scientific Library
Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License