εαυτοσκοπία
Ελληνικά
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | εαυτοσκοπία | οι | εαυτοσκοπίες |
γενική | της | εαυτοσκοπίας | των | εαυτοσκοπιών |
αιτιατική | την | εαυτοσκοπία | τις | εαυτοσκοπίες |
κλητική | εαυτοσκοπία | εαυτοσκοπίες | ||
Παράρτημα |
Ετυμολογία
εαυτοσκοπία < εαυτός + -ο- + -σκοπία
Ουσιαστικό
εαυτοσκοπία θηλυκό
αντιληπτική διαταραχή κατά την οποία κάποιος θεωρεί πως βλέπει τον εαυτό του σαν να είναι έξω απ’ αυτόν, έξω από το σώμα του
Μεταφράσεις
εαυτοσκοπία
Hellenica World - Scientific Library
Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License