εαρινός
Ελληνικά
Ετυμολογία
εαρινός < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
εαρινός -ή -ό
που αναφέρεται ή ανήκει στο έαρ, την άνοιξη ή συμβαίνει αυτήν την εποχή
Συνώνυμα
ανοιξιάτικος
Μεταφράσεις
εαρινός
αγγλικά : spring (en)
Hellenica World - Scientific Library
Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License