ART

Γεγονότα, Hμερολόγιο



δωμάτιο

Ελληνικά

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το δωμάτιο τα δωμάτια
      γενική του δωματίου των δωματίων
    αιτιατική το δωμάτιο τα δωμάτια
     κλητική δωμάτιο δωμάτια
Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

δωμάτιο < αρχαία ελληνική δωμάτιον

Ουσιαστικό

δωμάτιο ουδέτερο

εσωτερικός χώρος κτηρίου, π.χ. σπιτιού, διαμερίσματος, ξενοδοχείου

Συγγενικές λέξεις

δωματιάκι
δωματιάρα
υπνοδωμάτιο
→ δείτε τις λέξεις δώμα και δόμος

Συνώνυμα

θάλαμος

Μεταφράσεις
δωμάτιο

αγγλικά : room (en)
βουλγαρικά : стая (bg)
γαλλικά : chambre (fr)
γερμανικά : Zimmer (de)
καταλανικά : cambra (ca)
ισπανικά : habitación (es)
ιταλικά : camera (it)
πορτογαλικά : quarto (pt)
ρουμανικά : cameră (ro)
σερβικά : soba (sr)

Κόσμος

Αλφαβητικός κατάλογος

Hellenica World - Scientific Library

Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License