ART

Γεγονότα, Hμερολόγιο



διαύγεια

Ελληνικά

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η διαύγεια οι διαύγειες
      γενική της διαύγειας των διαυγειών
    αιτιατική τη διαύγεια τις διαύγειες
     κλητική διαύγεια διαύγειες
Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

διαύγεια < ελληνιστική κοινή διαύγεια < αρχαία ελληνική διαυγής < διά + αὐγής

Ουσιαστικό

διαύγεια θηλυκό

η ιδιότητα του διαυγούς, το να είναι κάποιος διαυγής

Εκφράσεις

πνευματική διαύγεια: η ικανότητα να σκέπτεται κανείς σωστά, η καθαρότητα του νου

Συγγενικές λέξεις

διαυγής

Μεταφράσεις
διαύγεια

αγγλικά : clarity (en)
γαλλικά : clarté (fr)
ρωσικά : ясность, чистота (духа, сознания, разума) (ru) -->


Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία

διαύγεια < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό

διαύγεια θηλυκό

διαφάνεια
(μεταφορικά) σαφήνεια, καθαρότητα

Συγγενικές λέξεις

διαυγάζω
διαυγής

Κόσμος

Αλφαβητικός κατάλογος

Hellenica World - Scientific Library

Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License