διακόπτης
Ελληνικά
↓ πτώσεις ενικός πληθυντικός
ονομαστική ο διακόπτης οι διακόπτες
γενική του διακόπτη των διακοπτών
αιτιατική τον διακόπτη τους διακόπτες
κλητική διακόπτη διακόπτες
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
διακόπτης < διακόπτω
Ουσιαστικό
διακόπτης αρσενικό
εξάρτημα που διακόπτει ή αποκαθιστά τη συνέχεια ηλεκτρικού κυκλώματος και επομένως την κίνηση του ηλεκτρικού ρεύματος
Πολυλεκτικοί όροι
διακόπτης KVM
Μεταφράσεις
διακόπτης
αγγλικά : switch (en), επιλογέας: διακόπτης άνω των δύο θέσεων (πχ. με επιλογές 0, 1, 2) ή δρομολογητής δύο θέσεων και άνω (πχ. με επιλογές Α, Β• συνήθως όχι διακόπτης on/off): selector (en)
γαλλικά : interrupteur (fr)
ισπανικά : interruptor (es)
ιταλικά : interruttore (it)
ουγγρικά : megszakító (hu)
πολωνικά : wyłącznik (pl)
πορτογαλικά : comutador (pt)
ρουμανικά : întrerupător (ro)
σερβικά : прекидач (sr)
σουηδικά : strömbrytare (sv)
τσεχικά : zapínač (cs)
Hellenica World - Scientific Library
Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License