δασύλλιο
Ελληνικά
Ετυμολογία
δασύλλιο < υποκοριστικό του δάσος
Ουσιαστικό
δασύλλιο ουδέτερο
μικρό δάσος, δασάκι, αλσύλλιο
Μεταφράσεις
δασύλλιο
αγγλικά : grove (en)
Hellenica World - Scientific Library
Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License