δαψιλής
Ελληνικά
πτώση | ενικός | ||
---|---|---|---|
ονομαστική | δαψιλής | δαψιλής | δαψιλές |
γενική | δαψιλούς | δαψιλούς | δαψιλούς |
αιτιατική | δαψιλή | δαψιλή | δαψιλές |
κλητική | δαψιλή(ής) | δαψιλής | δαψιλές |
πτώση | πληθυντικός | ||
ονομαστική | δαψιλείς | δαψιλείς | δαψιλή |
γενική | δαψιλών | δαψιλών | δαψιλών |
αιτιατική | δαψιλείς | δαψιλείς | δαψιλή |
κλητική | δαψιλείς | δαψιλείς | δαψιλή |
Ετυμολογία
δαψιλής < αρχαία ελληνική δαψιλής
Επίθετο
δαψιλής, δαψιλής, δαψιλές
που διατίθεται σε μεγάλη ποσότητα
≈ συνώνυμα: αδρός, αφειδής, άφθονος, πλουσιοπάροχος, πλούσιος
≠ αντώνυμα: ισχνός, πενιχρός, φτωχός
αυτός που διαθέτει σε μεγάλη ποσότητα
≈ συνώνυμα: γενναιόδωρος, μεγαλόδωρος
≠ αντώνυμα: φειδωλός
Συγγενικές λέξεις
δαψίλεια
δαψιλώς
Μεταφράσεις
δαψιλής
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
δαψιλής < δάπτω
Επίθετο
άφθονος
γενναιόδωρος
Συγγενικές λέξεις
δάπτω
δαψιλῶς
Hellenica World - Scientific Library
Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License