ART

Γεγονότα, Hμερολόγιο


χωροδεσπότης

Ελληνικά
Ετυμολογία

χωροδεσπότης < λόγια νεότερη λέξη, χώρος + δεσπότης

Ουσιαστικό

χωροδεσπότης αρσενικό

ο άρχοντας που εξουσιάζει μια περιοχή, ο φεουδάρχης

Συγγενικές λέξεις

χωροδεσποτεία

Μεταφράσεις
χωροδεσπότης

Κόσμος

Αλφαβητικός κατάλογος

Hellenica World - Scientific Library

Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License