ART

Γεγονότα, Hμερολόγιο


χωρώ

Ελληνικά
Ετυμολογία

χωρώ < μεσαιωνική ελληνική χωράω αλλά και με τύπους του χωρέω αρχαία ελληνική χωρέω-χωρῶ < χῶρος

Ρήμα

χωρώ (& χωράω)

μπορώ να μπω σε ένα χώρο, υπάρχει χώρος και για εμένα (για έμψυχα και αντικείμενα)

χωράω να περάσω
στους δύο τρίτος δεν χωρεί
όλοι οι καλοί χωράνε
το ντουλάπι χωράει μια χαρά στη γωνία

(για αφηρημένες έννοιες) δεν υπάρχουν περιθώρια για αυτές, δεν χωράνε (στο γ΄πρόσωπο ενικού και πληθυντικού)

Δεν το χωράει ο νους του ανθρώπου (το αδιανόητο γεγονός)
δεν χωράει αμφιβολία ή δεν χωρεί αμφιβολία (είναι βέβαιο)
δεν χωράει συζήτηση (είναι αποφασισμένο)
Το δύο χωράει δύο φορές στο 4. Για βρες τώρα πόσες φορές χωράει παιδί μου το χαρτζιλίκι σου στο μισθό μου; Νομίζω μία και είναι καιρός να βρεις δουλειά!

με τους αδύνατους τύπους της προσωπικής αντωνυμίας εγώ, εσύ, αυτός, δηλαδή με το μου ή με κ.λπ. σχηματίζονται φράσεις όπου το χωρώ μαρτυρεί ασυμβατότητα ή συμβατότητα διαστάσεων

Τι το σιδερώνεις άδικα... Αφού δεν μου χωράει πια ρε μάνα!
Μια χαρά σου χωράει αλλά δεν σ' αρέσει πια.

Κλίση
Ενεργητική φωνή

Εξακολουθητικοί χρόνοι
πρόσωπα Ενεστώτας Παρατατικός Εξ. Μέλλ. Υποτακτική Προστακτική Μετοχή
α' ενικ. χωράω - χωρώ χωρούσα - χώραγα θα χωράω - χωρώ να χωράω - χωρώ χωρώντας
β' ενικ. χωράς - χωρείς χωρούσες - χώραγες θα χωράς - χωρείς να χωράς - χωρείς χώρα - χώραγε
γ' ενικ. χωράει - χωρά - χωρεί χωρούσε - χώραγε θα χωράει - χωρά - χωρεί να χωράει - χωρά - χωρεί
α' πληθ. χωράμε - χωρούμε χωρούσαμε - χωράγαμε θα χωράμε - χωρούμε να χωράμε - χωρούμε
β' πληθ. χωράτε - χωρείτε χωρούσαν - χωράγατε θα χωράτε - χωρείτε να χωράτε - χωρείτε χωράτε - χωρείτε
γ' πληθ. χωράν(ε) - χωρούν(ε) χωρούσαν(ε) - χώραγαν - χωράγανε θα χωράν(ε) - χωρούν(ε) να χωράν(ε) - χωρούν(ε)
Συνοπτικοί χρόνοι
πρόσωπα Αόριστος Συνοπτ. Μέλλ. Υποτακτική Προστακτική Απαρέμφατο
α' ενικ. χώρεσα θα χωρέσω να χωρέσω χωρέσει
β' ενικ. χώρεσες θα χωρέσεις να χωρέσεις χώρεσε
γ' ενικ. χώρεσε θα χωρέσει να χωρέσει
α' πληθ. χωρέσαμε θα χωρέσουμε να χωρέσουμε
β' πληθ. χωρέσατε θα χωρέσετε να χωρέσετε χωρέστε
γ' πληθ. χώρεσαν
χωρέσαν(ε)
θα χωρέσουν(ε) να χωρέσουν(ε)
Συντελεσμένοι χρόνοι
πρόσωπα Παρακείμενος Υπερσυντέλικος Συντελ. Μέλλ. Υποτακτική Προστακτική
α' ενικ. έχω χωρέσει είχα χωρέσει θα έχω χωρέσει να έχω χωρέσει
β' ενικ. έχεις χωρέσει είχες χωρέσει θα έχεις χωρέσει να έχεις χωρέσει
γ' ενικ. έχει χωρέσει είχε χωρέσει θα έχει χωρέσει να έχει χωρέσει
α' πληθ. έχουμε χωρέσει είχαμε χωρέσει θα έχουμε χωρέσει να έχουμε χωρέσει
β' πληθ. έχετε χωρέσει είχατε χωρέσει θα έχετε χωρέσει να έχετε χωρέσει
γ' πληθ. έχουν χωρέσει είχαν χωρέσει θα έχουν χωρέσει να έχουν χωρέσει



ειδικά τα σύνθετα (π.χ. εισχωρώ, προχωρώ) ακολουθούν σε κλίση τα σε -εω, δηλαδή κλίνονται σαν το θεωρώ

Σύνθετα

καταχωρώ
αναχωρώ
αποχωρώ
υποχωρώ
εκχωρώ
συγχωρώ
προσχωρώ
εισχωρώ
προχωρώ

Μεταφράσεις
χωρώ

αγγλικά : fit (en), hold (en)
γαλλικά : contenir (fr), entrer (fr)

Κόσμος

Αλφαβητικός κατάλογος

Hellenica World - Scientific Library

Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License