ART

Γεγονότα, Hμερολόγιο


χωριάτης

Ελληνικά

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο χωριάτης οι χωριάτες
      γενική του χωριάτη των χωριατών
    αιτιατική τον χωριάτη τους χωριάτες
     κλητική χωριάτη χωριάτες
Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

χωριάτης < μεσαιωνική ελληνική χωριάτης < χωριό < αρχαία ελληνική χωρίον < χῶρος < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *ǵʰeh₁ro- (εγκαταλειμμένος, έρημος)

Προφορά

ΔΦΑ : /xɔ.ˈɾʝa.tis/

Ουσιαστικό

χωριάτης αρσενικό (θηλυκό: χωριάτισσα & χωριάτα)

που κατοικεί σε χωριό

≈ συνώνυμα: χωρικός

(κατ' επέκταση) (μειωτικό) που η συμπεριφορά του και οι τρόποι του φαίνονται απότομοι και μη εξευγενισμένοι

≈ συνώνυμα: ακαλλιέργητος, χοντράνθρωπος

Συγγενικές λέξεις

αρχοντοχωριάτης
αρχοντοχωριατιά
αρχοντοχωριάτικα
αρχοντοχωριάτικος
αρχοντοχωριατισμός
αρχοντοχωριάτισσα
αφεντοχωριάτης
χωριάτα
χωριατάκι
χωριατάκος
χωριάτικα
χωριάτικος
χωριάτισσα
χωριατομάνι
χωριατόπαιδο
χωριατοπούλα
χωριατόπουλο
χωριατόσπιτο
χωριατοφέρνω
→ δείτε τις λέξεις χωριό και χώρος

Παροιμίες

δώσε θάρρος στο χωριάτη να σ’ ανέβει στο κρεβάτι: κάποιος αναιδής ή ανάγωγος μπορεί να εκμεταλλευτεί τους ευγενικούς τρόπους ή την προθυμία κάποιου

Μεταφράσεις
χωριάτης

αγγλικά : villager (en)(1), countryman (en)(1), country bumpkin (en)(2), yokel (en)(2)
γαλλικά : 1. villageois (fr) 2. rustre (fr)
εσπεράντο : vilaĝano (eo)
ισπανικά : aldeano (es)

πολωνικά : chłop (pl), wieśniak (pl

Κόσμος

Αλφαβητικός κατάλογος

Hellenica World - Scientific Library

Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License