χωρατατζής
Ελληνικά
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | χωρατατζής | οι | χωρατατζήδες |
γενική | του | χωρατατζή | των | χωρατατζήδων |
αιτιατική | τον | χωρατατζή | τους | χωρατατζήδες |
κλητική | χωρατατζή | χωρατατζήδες | ||
Παράρτημα:Ουσιαστικά |
χωρατατζής < χωρατά + -τζής
Ουσιαστικό
χωρατατζής αρσενικό
που κάνει χωρατά, συνεχώς αστειεύεται
Μεταφράσεις
χωρατατζής
Hellenica World - Scientific Library
Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License