ART

Γεγονότα, Hμερολόγιο


χωνεύω

Ελληνικά
Ετυμολογία

χωνεύω < ελληνιστική κοινή χωνεύω (αλλά τη σημερινή σημασία την πήρε το μεσαίωνα)

Ρήμα

χωνεύω (παθητική φωνή: χωνεύομαι)

αναφέρεται στη διαδικασία της πέψης
(με άρνηση) συμπαθώ κάποιον

δεν τον χωνεύω καθόλου αυτόν τον υπερφίαλο άνθρωπο

(μεταφορικά) κατανοώ τις αιτίες ενός γεγονότος και το αποδέχομαι

δεν μπορώ να το χωνέψω ότι μου συμπεριφέρθηκε μ' αυτόν τον τρόπο μετά από τόσα χρόνια φιλιάς

Συγγενικές λέξεις

αναχώνευση
αχώνευτα
αναχωνευτής
αναχωνευτικός
αναχωνεύω
αργοχώνευτος
ασυγχώνευτος
αχωνευσία / αχωνεψιά
αχώνευτα
αχώνευτος
δυσκολοχώνευτος
ευκολοχώνευτος
κακοχώνευτος
κακοχωνεύω
καλοχώνευτος
καλοχωνεύω
συγχώνευση
συγχωνεύω
χωνεμένος
χωνεύομαι
χωνευτήρι
χωνευτικά
χωνευτικός
χωνευτός
→ δείτε τη λέξη χωνί

Μεταφράσεις
χωνεύω

αγγλικά : digest (en), stomach (en)· ιδέα: take in (en)
γαλλικά : digérer (fr), blairer (fr)

εσπεράντο : digesti (eo)


Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία

χωνεύω < χοανεύω με συναίρεση των ο και α σε ω ή άμεσα από το χώνη που με την ίδια διαδικασία δημιουργήθηκε από το χοάνη

Ρήμα

χωνεύω (ελληνιστικό ρήμα)

ρίχνω λιωμένο μέταλλο σε ένα καλούπι, μειγνύω μέταλλα

χαλκὸν πρῶτοι καὶ ἀλάλματα ἐχωνεύσαντο

λιώνω μέταλλο

ὑπὸ τοῦ πυρὸς κεχωνευμένος


→ δείτε τη λέξη χοανεύω

Κόσμος

Αλφαβητικός κατάλογος

Hellenica World - Scientific Library

Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License