άζωστος
Ελληνικά
πτώση | ενικός | ||
---|---|---|---|
ονομαστική | άζωστος | άζωστη | άζωστο |
γενική | άζωστου | άζωστης | άζωστου |
αιτιατική | άζωστο | άζωστη | άζωστο |
κλητική | άζωστε | άζωστη | άζωστο |
πτώση | πληθυντικός | ||
ονομαστική | άζωστοι | άζωστες | άζωστα |
γενική | άζωστων | άζωστων | άζωστων |
αιτιατική | άζωστους | άζωστες | άζωστα |
κλητική | άζωστοι | άζωστες | άζωστα |
Ετυμολογία
άζωστος < αρχαία ελληνική ἄζωστος < ἀ- στερητικό + ζώννυμι
Επίθετο
άζωστος, -η, -ο
χωρίς ζώνη
(μεταφορικά) χωρίς όπλα, χωρίς κάτι χρήσιμο
Αντώνυμα
ζωσμένος
Μεταφράσεις
άζωστος
αγγλικά : ungirt (en)
Hellenica World - Scientific Library
Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License