αζήτητος
Ελληνικά
Ετυμολογία
αζήτητος < αρχαία ελληνική ἀζήτητος, ρηματικό επίθετο σε -τος από το στερητικό ἀ- +ζητέω, -ῶ
Επίθετο
αζήτητος, -η, -ο
που δεν τον έχει ζητήσει κανείς
Συγγενικές λέξεις
αζήτητα
Μεταφράσεις
αζήτητος
αγγλικά : unclaimed (en)
Hellenica World - Scientific Library
Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License