αζημίωτος
Ελληνικά
Ετυμολογία
αζημίωτος < από το μεταγενέστερο ἀζημίωτος < α στερητικό + ζημιῶ
Επίθετο
αζημίωτος, αζημίωτη, αζημίωτο
που δεν ζημιώθηκε, που δεν έπαθε ζημιά
Εκφράσεις
με το αζημίωτο
Προφορά
azimíotos
Αντώνυμα
ζημιωμένος
Μεταφράσεις
αζημίωτος
αγγλικά : lossless (en)
γαλλικά : indemne (fr)
Hellenica World - Scientific Library
Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License