αξιοπρέπεια
Ελληνικά
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αξιοπρέπεια | οι | αξιοπρέπειες |
γενική | της | αξιοπρέπειας | των | αξιοπρεπειών |
αιτιατική | την | αξιοπρέπεια | τις | αξιοπρέπειες |
κλητική | αξιοπρέπεια | αξιοπρέπειες | ||
Ο πληθυντικός είναι δύσχρηστος | ||||
Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
αξιοπρέπεια < αξιοπρεπής
Ουσιαστικό
αξιοπρέπεια θηλυκό
η ιδιότητα του αξιοπρεπούς, η συμφωνία με τους κανόνες σωστής συμπεριφοράς
η αίσθηση που έχει ένας άνθρωπος όταν οι άλλοι τον σέβονται και όταν ο ίδιος νιώθει ότι έχει κάποια αξία
τα βασανιστήρια προσβάλλουν βάναυσα την ανθρώπινη αξιοπρέπεια
Μεταφράσεις
αξιοπρέπεια
αγγλικά : dignity (en)
γαλλικά : dignité (fr)
ιταλικά : dignità (it)
Hellenica World - Scientific Library
Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License