αξιόπιστος
Ελληνικά
Ετυμολογία
αξιόπιστος < αρχαία ελληνική ἀξιόπιστος < ἄξιος + πίστις
Επίθετο
αξιόπιστος, -η, -ο
(για πρόσωπα ή μαρτυρίες) που αξίζει την εμπιστοσύνη μας
(για μηχανήματα) που δεν παρουσιάζει συχνές και απρόβλεπτες βλάβες
Συνώνυμα
φερέγγυος
Αντώνυμα
αναξιόπιστος
Μεταφράσεις
αξιόπιστος
αγγλικά : dependable (en), reliable (en), trustworthy (en)
γαλλικά : 1. crédible (fr), digne (fr) de confiance (fr) 2. fiable (fr)
Hellenica World - Scientific Library
Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License